Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

AΝΘΡΩΠΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ

   Στη ζωή δεν μας δίνονται όλα απλόχερα , για πολλά πρέπει να πολεμήσεις και όχι απλά να πολεμήσεις αλλά να σκοτωθείς κιόλας μπας και καταφέρεις κάτι.Πολλές φορές δεν φτάνει να δώσεις και την ψυχή σου αλλα και τον τραπεζικο σου λογαριασμο για να παρεις μια ριμαδοσύνταξη , ένα δάνειο ένα σπίτι εκτος αθηνων για να μην σε σκοτωσουν κρατωντας μια καμερα στο χερι ή απλα αυτά που σου αξίζουν  ή αυτα που έχεις δώσει για να ζήσεις. Και το αποτέλεσμα?? Μοναξιά.
   Μοναξια σε όλους τους τομείς της ζωης.Ανθρωποι μόνοι τρέχουν , ανθρωποι ψάχνουν τη θεση τους στην κοινωνια , ανθρωποι προσπαθουν καθημερινα για το αυτονοητο.ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ.
   Θέλω να πω πολλα αλλα οι σκέψεις μου σκορπιες.
   Μόλις τις βάλω σε μια σειρα,μόλις καταφέρω να ανασυγκροτησω τις σκεψεις μου και τις φιλτραρω απο το μίσος θα γραψω..θα γραψω γιατι θέλω να το βγαλω απο μεσα μου...
Επι της ευκαιριας σας αφιερωνω το αγαπημενο μου τραγούδι.


Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι
σαν το ξεχασμένο στάχυ
ο κόσμος γύρω άδειος κάμπος
κι αυτοί στης μοναξιάς το θάμπος
σαν το ξεχασμένο στάχυ
άνθρωποι μονάχοι

Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι
όπως του πελάγου οι βράχοι
ο κόσμος θάλασσα που απλώνει
κι αυτοί βουβοί σκυφτοί και μόνοι
ανεμοδαρμένοι βράχοι
άνθρωποι μονάχοι

Άνθρωποι μονάχοι σαν ξερόκλαδα σπασμένα
σαν ξωκλήσια ερημωμένα, ξεχασμένα
άνθρωποι μονάχοι σαν ξερόκλαδα σπασμένα
σαν ξωκλήσια ερημωμένα, σαν εσένα, σαν εμένα...

Βίκυ Μοσχολιού
μουσική του Γιάννη Σπανού και στίχοι Γιάννη Καλαμίτση

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

"Η Μάνα", Γεώργιος Μαρτινέλλης

«Μάνα» κράζει το παιδάκι,
«Μάνα» ο νιος και «Μάνα» ο γέρος,
«Μάνα» ακούς σε κάθε μέρος,
α! τι όνομα γλυκό.

Τη χαρά σου και τη λύπη,
με τη μάνα τη μοιράζεις,
ποθητά την αγκαλιάζεις,
δεν της κρύβεις μυστικό.

Εις τον κόσμον άλλο πλάσμα,
δεν θα βρεις να σε μαντεύει,
σαν τη μάνα που λατρεύει,
σαν τη μάνα που πονεί.

Την υγειά της, τη ζωή της,
όλα η μάνα τ' αψηφάει,
για το τέκνο π' αγαπάει,
για το τέκνο που φιλεί.

Όπου τρέχεις, πάντα η μάνα,
με το νου σε συντροφεύει,
σε προσμένει, σε γυρεύει,
μ' ανυπόμονη καρδιά.

Κι αν σκληρός εσύ φαρμάκια,
την ποτίζεις την καημένη,
πάντα η μάνα σ' απανταίνει,
με τα ολόθερμα φιλιά.

Δυστυχής όποιος τη χάνει,
ο καημός είναι μεγάλος.
Σαν τη μάνα δεν είν' άλλος,
εις τον κόσμο θησαυρός.

Κι' όποιος μάνα πια δεν έχει,
«Μάνα» κράζει στ' όνειρό του.
Πάντα «Μάνα» στον καημό του,
είν' ο μόνος στεναγμός!


ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΜΕΝΑ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΜΑΝΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ..ΜΑΝΑ ΟΝΟΜΑ ΙΕΡΟ ΜΑΝΑ ΠΟΥ ΠΟΝΑΕΙ ΠΑΝΤΑ, ,  ΜΑΝΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΕΥΚΟΛΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ , ΜΑΝΑ ΠΟΥ ΔΙΝΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ , ΜΑΝΑ ΠΟΥ ΛΙΩΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΠΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΘΑ ΦΕΡΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΘΑ ΚΛΕΙΣΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ , ΜΑΝΑ ΠΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΘΑ ΑΠΛΩΝΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΝΑ ΧΑΙΔΕΨΕΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ 
 ΣΕ ΣΥΧΑΡΙΣΤΩ ΜΑΝΑ ΠΟΥ ΜΕ ΕΚΑΝΕΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΥΠΕΡΗΦΑΝΗ ΠΑΝΤΑ..ΣΕ ΑΓΑΠΩ ΜΑΜΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΩ ΑΝ ΣΕ ΧΑΣΩ..ΣΕ ΑΓΑΠΩ ΠΟΛΥ


Η ΜΑΡΙΝΑ ΣΟΥ

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

ΜΥΡΙΣΕ ΑΝΟΙΞΗ

Σαν να μύρισε Άνοιξη ο αέρας, δεν νομίζεις;
Άνοιξη. Μια λέξη γεμάτη ελπίδα. Μου αρέσει να φαντάζομαι πως ετυμολογείται από το «α» το στερητικό και μια ανορθόγραφη προσαρμογή του «νυξ», είναι δηλαδή η εποχή που δεν έχει νύχτα. Μονάχα πρωινά γεμάτα φως και αρώματα και μεσημέρια όπου ο ήλιος θυμάται να μας θυμίσει ποιός πραγματικά μπορεί να είναι – από φιλολογικής απόψεως κάνω λάθος, το ξέρω. Δεν μου καίγεται καρφί. Έτσι είναι γιατί έτσι μου αρέσει.
   Αυτό είναι και το νόημα της Άνοιξης: έτσι μας αρέσει να είναι και έτσι θα το κάνουμε λοιπόν. Γιατί ο χειμώνας πέρασε και ο καιρός το σηκώνει.
Όταν το κρύο του χειμώνα οπισθοχωρεί σαν σκυλί με την ουρά στα σκέλια, όταν η δύση του ηλίου καθυστερεί ολοένα και περισσότερο, τότε είναι Άνοιξη. Έχεις σταματήσει να το νιώσεις ή είσαι πολύ απασχολημένος να τρέχεις πανικόβλητος στις δουλειές σου; Αυτές θα είναι πάντα εκεί, πίστεψέ με. Δεν ξεπατώνονται ποτέ. Άκουσα στις ειδήσεις χτες το βράδυ πως μόνο ν’ αυξηθούν μπορούν… οπότε τί αγχώνεσαι; Έρχεται η Άνοιξη – και αυτή είναι μόνο μια φορά κάθε χρόνο. Μην την χάσεις…
Έλα να πάμε βόλτα στα αρχαία καλντερίμια. Εκεί θα ακούσουμε την Άνοιξη καλύτερα. Τόσους αιώνες βλέπεις, ακόμα και οι πέτρες ξέρουν τα πάντα γι’ αυτή… κι αν κάτσουμε και αφουγκραστούμε αρκετά προσεκτικά ίσως κρυφακούσουμε τα μυστικά τους.
  Ο χειμώνας πέρασε, το κρύο ψυχομαχεί. Είδα τα λουλούδια να ανθίζουν στην γλάστρα μου και σκέφτηκα να σου κόψω ένα για να βάλεις στα μαλλιά σου. Το λευκό θα ταιριάζει υπέροχα στον καταρράκτη από μέλι που χύνεται και πλαισιώνει το πρόσωπό σου.
   Μου είχες πει πως ήταν δύσκολα τότε που οι νύχτες ήταν ατελείωτες. Νομίζω σε είχα ακούσει να κλαις τα βράδια – αλλά δεν μπορώ να είμαι και σίγουρος γιατί ένα σκυλί αλυχτούσε σπαρακτικά στην αυλή μου και ο θρήνος του έπνιγε όλους τους άλλους ήχους. Τουρτούριζες, έτσι δεν είναι; Ο βοριάς τρυπούσε το πλεχτό σου σάλι και τα λουλούδια στο φόρεμά σου δεν ήταν αρκετά για να κρατήσουν την παγωνιά μακριά – σαν άπιστοι παπάδες μπροστά σε βρυκόλακα τρεμούλιαζαν κι αυτά.
Μην ανησυχείς. Τώρα είμαι εδώ. Δεν είναι τυχαίο που γύρισα τέτοια εποχή. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Συγνώμη που δεν σου έφερα στεφάνι από λουλούδια όπως συνηθίζεται, ή έστω, μια ανθοδέσμη των αγρών. Δεν είμαι συνηθισμένος άνθρωπος βλέπεις και δεν τα συνηθίζω τα συνήθη… σου έφερα όμως ένα μικρό μαχαίρι που ακόνιζα όλο τον χειμώνα εκεί ψηλά στο βουνό. Μ’ αυτό θα κόψουμε μαζί τα λουλούδια που μας αρέσουν από τα χωράφια. Ακόμα κι αν είναι εκείνα τα κίτρινα, τα κοινά, στο ματσάκι που θα φτιάξουμε θα φαντάζουν ξεχωριστά. Σου έφερα και την άδεια μου μποτίλια, αυτή με την θήκη από ψάθα, να μου την γεμίσεις γλυκό κρασί όταν θα έρθει με το καλό ο τρύγος…
Αν φέρεις το καλάθι σου και το Κυριακάτικο, το καρό, τραπεζομάντηλο, θα πάμε για πικ-νικ στην εξοχή. Θα φοράς και το άσπρο σου καπέλο με την ροζ κορδέλα κι ένα φόρεμα αέρινο ως τα γόνατα. Θα φοράς και ένα χαμόγελο που θα ξεχάσεις να βγάλεις…
Κι εγώ θα είμαι με το πιο απλό μου λινό πουκάμισο. Θα μου πεις πως είναι τσαλακωμένο κι εγώ θα σου απαντήσω πως ο χειμώνας φταίει. Θα το φοράω όμως πιο ανοιχτό από ποτέ, ξεκούμπωτο στην καρδιά, για να αφήσω λίγη Άνοιξη να περάσει και εκεί μέσα επιτέλους…
Μάριος Κουτσούκος